- παμβαλκανικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλα τα κράτη ή σε όλους τους λαούς τών Βαλκανίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμβαλκανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σ όλους τους βαλκανικούς λαούς: Παμβαλκανικοί αγώνες στίβου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek